- πορφυροβαφεῖον
- πορφῠρο-βᾰφεῖον, τό,A dye-house for purple, Str.17.3.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυροβαφείον — τὸ, Α [πορφυροβάφος] εργαστήριο βαφής πορφυρών υφασμάτων … Dictionary of Greek
πορφυροβαφεῖα — πορφυροβαφεῖον dye house for purple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)